-
1 маховик
ο σφόνδυλος, ο στρόφαλος, разг. το βολάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маховик
-
2 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
3 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
4 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
5 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
6 тормоз
тех. η πέδητο φρένοвоздушный - η αεροπέδη, το αερόφρενοножной - το ποδόφρενο, ο ποδομοχλός πέδησης- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тормоз
-
7 цилиндр
ο κύλινδρ/ος· *втулка - а το χιτώνιοη λαΐναнапр. в водяную рубашку τοποθετώ τον - ο σε χιτώνιο ύδατοςрасполагать - ы в ряд τοποθετώ τους - ους εν σειρά/σε σειράгидравлический - привода пресса с.-х. υδραυλικός - κίνησης πρέσαςкруговой - мат. κυκλικός ---печатный (по-лигр.) - εκτύπωσηςпрессующий мет. - συμπίεσης/πρεσαρίσματος- с водяной рубашкой (авто мех.) - με χιτώνιο ύδατοςтормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цилиндр
-
8 порча
-и θ.1. βλάβη, χάλασμα φθορά•порча механизма βλάβη του μηχανισμού•
порча зрения βλάβη της όρασης.
2. μάγεμα (αρρώστια από μάγια). -
9 проверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проверенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.ελέγχω, εξακριβώνω εξετάζω•проверить счёт ελέγχω το λογαριασμό•
проверить жалобу εξετάζω το παράπονο•
проверить знания ελέγχω τις γνώσεις•
проверить билеты ελέγχω τα εισιτήρια•
проверить работу механизма ελέγχω τη λειτουργία του μηχανισμού.
εξετάζομαι, κοιτάζομαι•проверить у врача εξετάζομαι στο γιατρό.
|| εξετάζω, ελέγχω αν συμπε-ριλαβαίνομαι•проверить в списке избирателей ελέγχω την εγγραφή μου στον εκλογικό κατάλογο.
-
10 упрощение
-я ουδ.απλούστευση, απλοποίηση•упрощение письменности απλοποίηση της γραφής•
упрощение механизма απλούστευση του μηχανισμού.
-
11 катушка
1. эл. το πηνίο 2. полигр. η μπομπίνα 3. текст. το καρούλι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катушка